- αναπεπταμένος
- -η, -ο (Α ἀναπεπταμένος, -η, -ον) [ἀναπετάννυμι](κυρίως για επιφάνεια εδάφους, θάλασσας κ.λπ.) αυτός που δεν περιορίζεται από τίποτε, ανοικτός, απλωμένος, διάπλατος, απεριόριστοςνεοελλ.1. για μέρη που είναι εκτεθειμένα στους ανέμους, που δεν προφυλάσσονται από τους ανέμους ή τα κύματα τής θάλασσας2. για πράγματα που μπορούν να εκταθούν, να ξεδιπλωθούναρχ.1. απροκάλυπτος, αναιδής, αδιάντροπος2. επίρρ. ἀναπεπταμένως απροκάλυπτα, φανερά, με σαφήνεια.
Dictionary of Greek. 2013.